Greek Meaning of conceived
συλληφθεί
Other Greek words related to συλληφθεί
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- απεικονιζόμενο
- απίθανο
- οραματίστηκε
- αφηρημένος
- Παραπλανητικός
- Ψευδής
- επινοημένος
- φανταστικός
- παραισθησιογόνος
- υποθετικός
- φανταστικός
- εφεύρε
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- απίστευτος
- μη πειστικός
- επινοημένη
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- παραληρηματικός
- μυθικός
- Φαντασιώδης
- φαντασιώθηκα
- Φανταστικός
- προσποιημένος
- Φανταστικός
- φανταστικός
- ιδανικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- μυθικός
- μυθικός
- ανύπαρκτος
- φάντασμα
- προσποιούμαι
- Ρομαντικός
- απίθανος
- οραματιστής
- ονειρικός
Nearest Words of conceived
- conceiving => συλλαμβάνω
- concentered => συγκεντρωμένος
- concentering => συγκεντρωτικός
- concenters => συγκεντρωτές
- concentrate (on) => εστιάζω (σε)
- concentrated (on) => συγκεντρωμένος (σε)
- concentrates => Συμπυκνώματα
- concentrating => συγκεντρώνοντας
- concentrating (on) => εστιάζοντας (σε)
- concentration camps => στρατόπεδα συγκέντρωσης
Definitions and Meaning of conceived in English
conceived
to take into one's mind, to have as an opinion, to become pregnant with (young), to become pregnant, to have a conception, to form an idea of, to become pregnant or pregnant with, to take into the mind, to apprehend by reason or imagination, to form a conception of, to cause to begin
FAQs About the word conceived
συλληφθεί
to take into one's mind, to have as an opinion, to become pregnant with (young), to become pregnant, to have a conception, to form an idea of, to become pregnan
Προβλεπόμενος,προβλεπόμενος,απεικονιζόμενο,απίθανο,οραματίστηκε,αφηρημένος,Παραπλανητικός,Ψευδής,επινοημένος,φανταστικός
πραγματικός,υπάρχον,υπαρκτό,γνήσιος,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αυθεντικός,πιστευτός,πειστικός,πραγματικός
conceits => ιδέες, conceiting => ματαιόδοξος, conceded (to) => παραδέχθηκε (σε), conceded => παραδέχτηκε, concede (to) => παραδεχτώ (σε),