Greek Meaning of concentering

συγκεντρωτικός

Other Greek words related to συγκεντρωτικός

Definitions and Meaning of concentering in English

concentering

to draw or direct to a common center, to come to a common center

FAQs About the word concentering

συγκεντρωτικός

to draw or direct to a common center, to come to a common center

συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,ολοκληρώνοντας,συγχώνευση,συνένωση,κεντροποίηση,κεντρικοποίηση,συνδυάζοντας,συμπίεση,πολωτικός

εξάπλωση (επέκταση),αποκέντρωση,αποσυντονιστικός,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας

concentered => συγκεντρωμένος, conceiving => συλλαμβάνω, conceived => συλληφθεί, conceits => ιδέες, conceiting => ματαιόδοξος,