Greek Meaning of decentralizing
αποκέντρωση
Other Greek words related to αποκέντρωση
Nearest Words of decentralizing
Definitions and Meaning of decentralizing in English
decentralizing (a)
tending away from a central point
FAQs About the word decentralizing
αποκέντρωση
tending away from a central point
αποσυντονιστικός,διαχωρίζοντας,εξάπλωση (επέκταση),διαχωρίζοντας
κεντροποίηση,κεντρικοποίηση,συμπίεση,συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,συντονισμός,ολοκληρώνοντας,πολωτικός,ενοποιητικό,συνένωση
decentralized => αποκεντρωμένη, decentralize => αποκεντρώ, decentralization => αποκέντρωση, decentralising => αποκεντρωτικό, decentralised => αποκεντρωμένο,