Greek Meaning of centralizing

κεντρικοποίηση

Other Greek words related to κεντρικοποίηση

Definitions and Meaning of centralizing in English

Wordnet

centralizing (a)

tending to draw to a central point

Webster

centralizing (p. pr. & vb. n.)

of Centralize

FAQs About the word centralizing

κεντρικοποίηση

tending to draw to a central pointof Centralize

συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,ολοκληρώνοντας,συνένωση,κεντροποίηση,συνδυάζοντας,συμπίεση,συγχώνευση,πολωτικός,μειώνοντας

αποκέντρωση,εξάπλωση (επέκταση),αποσυντονιστικός,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας

centralized => συγκεντρωμένος, centralize => συγκεντρώνω, centralization => συγκεντρωτισμός, centrality => κεντρικότητα, centralities => κεντρικότητες,