Greek Meaning of fusing
Τήξη
Other Greek words related to Τήξη
- συνδυάζοντας
- Σύνδεση
- Συγχώνευση
- σύζευξη
- ένταξη
- γάμος
- ενοποιητικό
- συνένωση
- γειτονικός
- συντακτικός
- συνδεόμενο
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- αλυσοποίηση
- συσσωμάτωση
- σύνθετη
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- εθιστικό
- επανένταξη
- συγκόλληση
- ζυγός
- ομοσπονδούντες
- διαχυτός
- ανασυνδυαστικός
- επανασύνδεση
- επανένωση
Nearest Words of fusing
Definitions and Meaning of fusing in English
fusing (p. pr. & vb. n.)
of Fuse
FAQs About the word fusing
Τήξη
of Fuse
συνδυάζοντας,Σύνδεση,Συγχώνευση,σύζευξη,ένταξη,γάμος,ενοποιητικό,συνένωση,γειτονικός,συντακτικός
διαιρών,μονωτικός,χωρισμό,επίλυση,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,τμηματοποίηση,αποσπώντας,αποσύνδεσης
fusiness => φασαρία, fusillader => επίθεση, fusillade => Τουφεκιά, fusilier => Μουσκέτας, fusileer => Πεζοναύτης,