Greek Meaning of severing

διαχωρισμός

Other Greek words related to διαχωρισμός

Definitions and Meaning of severing in English

Wordnet

severing (n)

the act of severing

Webster

severing (p. pr. & vb. n.)

of Sever

FAQs About the word severing

διαχωρισμός

the act of severingof Sever

αποσύνδεσης,διαιρών,διαχωρίζοντας,σχίση,σχίσιμο,αποσυνθέτειν,αποσπώντας,αποσυσχέτιση,διαχωρισμός,διάρρηξη

συνδυάζοντας,ένταξη,σύνδεση,ανάμειξη,συνένωση,συνδεόμενο,συναρμολόγηση,Σύνδεση,συνδέω,υποχρεωτικός

severeness => αυστηρότητα, severely => σοβαρά, severed => αποκομμένος, severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια,