Greek Meaning of breaking

σπάσιμο

Other Greek words related to σπάσιμο

Definitions and Meaning of breaking in English

Wordnet

breaking (n)

the act of breaking something

Webster

breaking (p. pr. & vb. n.)

of Break

FAQs About the word breaking

σπάσιμο

the act of breaking somethingof Break

ανησυχητικός,κάταγμα,έκρηξη,Καταστροφικός,αποσυντιθέμενος,αποσυναρμολόγηση,κατακερματισμός,μειώνοντας,σχίσιμο,καταστροφική

επιδιόρθωση,επούλωση,επισκευή,patch,ανοικοδόμηση,ανακατασκευή,ανακαίνιση,επισκευή,Θεραπεία,ανακαίνιση

break-in => διάρρηξη, breakfasting => πρωιναίζει, breakfasted => Είχαν φάει πρωινό, breakfast time => ώρα πρωινού, breakfast table => Τραπέζι πρωινού,