Greek Meaning of breakout
ξέσπασμα
Other Greek words related to ξέσπασμα
Nearest Words of breakout
Definitions and Meaning of breakout in English
breakout (n)
an escape from jail
FAQs About the word breakout
ξέσπασμα
an escape from jail
ξεσπάω (έξω),έκρηξη,εκρήγνυμαι,φουντώνω,φλόγα,έξαρση,οίδημα,μπαλόνι,Έκρηξη,Βλαστος
αιχμαλωσία,εγκλεισμός,επιμέλεια,κράτηση,κατοχή,φυλάκιση,φυλάκιση,κατακράτηση,κίνδυνος,κίνδυνος
breakneck => chóngyros, breakman => Φρεναδόρος, breaking wind => Αέριο, breaking point => σημείο θραύσης, breaking off => διακοπή,