Greek Meaning of rocket
Πύραυλος
Other Greek words related to Πύραυλος
- έκρηξη
- χτύπημα
- βούισμα
- καταδίωξη
- βέλος
- παύλα
- οδήγηση
- μύγα
- βιάσου
- τζετ
- πήδα
- αγώνας
- τρέχω
- βιασύνη
- σκούτερ
- σπεύδω
- ταχύτητα
- ταξίδι
- τροχασμός
- φερμουάρ
- βαρέλι
- ζώνη
- φλόγα
- μπουλόνι
- μπολ
- αεράκι
- δέσμη
- φασαρία
- σφαίρα κανονιού
- γέρνω
- Καριέρα
- μάθημα
- καλπασμός
- Λαγός
- επιταχύνω
- γεια
- Χάιμπολ
- καμπούρα
- ρίχνω
- χυμάω
- φασαρία
- τρέξιμο
- κινητήρας
- δαγκάνοντας
- Γούνα
- κριός
- σκίζω
- Θρόισμα
- ντουλάπι
- βήμα
- πάτα το
- δάκρυ
- δίνη
- Αβγοδάρτης
- ζουμ
- Φύγε
- κάνω πλάκα (για)
- Γρήγορα τώρα
- Πήγαινε στα κομμάτια
- επιταχύνω
- βέλος
- σκαθάρι
- να καλύψω την απόσταση
- αιωρούνται
- ξεπερνάω
- ξεπερνάω
- Ξεπερνάω
- προσπερνώ
- επιταχύνω
- τρέχω
- μπόρα
- πάλη
- σπριντ
- συνωστισμός
- βγαίνει
- σερί
- φυτό
- σφυρίζω
- hotfoot
- Κούνα το πόδι σου
Nearest Words of rocket
- rocket base => Βάση πυραύλων
- rocket cress => Ρόκα
- rocket engine => Πυραυλοκινητήρας
- rocket engineer => Μηχανικός πυραύλων
- rocket fuel => Καύσιμο πυραύλων
- rocket larkspur => Ροκέτα larkspur
- rocket launcher => Εκτοξευτήρας ρουκετών
- rocket launching => Εκτόξευση πυραύλου
- rocket propellant => Καύσιμα πυραύλων
- rocket propulsion => Πυραυλική ώθηση
Definitions and Meaning of rocket in English
rocket (n)
any vehicle self-propelled by a rocket engine
a jet engine containing its own propellant and driven by reaction propulsion
erect European annual often grown as a salad crop to be harvested when young and tender
propels bright light high in the sky, or used to propel a lifesaving line or harpoon
sends a firework display high into the sky
rocket (v)
shoot up abruptly, like a rocket
propel with a rocket
rocket (n.)
A cruciferous plant (Eruca sativa) sometimes eaten in Europe as a salad.
Damewort.
larkspur. See below.
An artificial firework consisting of a cylindrical case of paper or metal filled with a composition of combustible ingredients, as niter, charcoal, and sulphur, and fastened to a guiding stick. The rocket is projected through the air by the force arising from the expansion of the gases liberated by combustion of the composition. Rockets are used as projectiles for various purposes, for signals, and also for pyrotechnic display.
A blunt lance head used in the joust.
rocket (v. i.)
To rise straight up; said of birds; usually in the present participle or as an adjective.
FAQs About the word rocket
Πύραυλος
any vehicle self-propelled by a rocket engine, a jet engine containing its own propellant and driven by reaction propulsion, erect European annual often grown a
έκρηξη,χτύπημα,βούισμα,καταδίωξη,βέλος,παύλα,οδήγηση,μύγα,βιάσου,τζετ
σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,καθυστέρηση,καθυστερώ,τσιμπάω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),αργός περίπατος,τριγυρνώ,επιβραδύνω
rockery => Πετρώδες εδάφος, rockers => ροκάδες, rockered => ροκέρ, rocker arm => Βραχίονας ταλάντωσης, rocker => Ρόκερ,