Greek Meaning of arrow
βέλος
Other Greek words related to βέλος
- επιταχύνω
- κατευθείαν
- να καλύψω την απόσταση
- βέλος
- καλπασμός
- ξεπερνάω
- ξεπερνάω
- Ξεπερνάω
- προσπερνώ
- επιταχύνω
- βγαίνει
- σερί
- προώθηση γρήγορης
- βαρέλι
- σκαθάρι
- ζώνη
- χτύπημα
- μπουλόνι
- αεράκι
- δέσμη
- Καριέρα
- καταδίωξη
- μάθημα
- αιωρούνται
- μύγα
- Λαγός
- καμπούρα
- τζετ
- τρέξιμο
- πήδα
- κινητήρας
- αγώνας
- κριός
- Πύραυλος
- τρέχω
- σκούτερ
- ταχύτητα
- σπριντ
- συνωστισμός
- βήμα
- δάκρυ
- ταξίδι
- φυτό
- σφυρίζω
- ζουμ
- κάνω πλάκα (για)
- έκρηξη
- φλόγα
- μπολ
- φασαρία
- βούισμα
- σφαίρα κανονιού
- γέρνω
- παύλα
- οδήγηση
- επιταχύνω
- γεια
- Χάιμπολ
- ρίχνω
- βιάσου
- χυμάω
- φασαρία
- δαγκάνοντας
- Γούνα
- σκίζω
- βιασύνη
- Θρόισμα
- μπόρα
- πάλη
- σπεύδω
- ντουλάπι
- τροχασμός
- δίνη
- Αβγοδάρτης
- φερμουάρ
- hotfoot
Nearest Words of arrow
- arrow arum => Αροειδές
- arrow grass => Σπαθόχορτο
- arrow leaved aster => Αστέρι με φύλλα βέλους
- arrow wood => Φύλλο δρυός
- arrow-grass family => Joncaginaceae
- arrowhead => ακίδα βέλους
- arrowheaded => βελόσχημος
- arrowleaf groundsel => Βελοφυλλικό κυνόγλωσσο
- arrowroot => Μαράντα
- arrowroot family => Οικογένεια Μαραντιδών
Definitions and Meaning of arrow in English
arrow (n)
a mark to indicate a direction or relation
a projectile with a straight thin shaft and an arrowhead on one end and stabilizing vanes on the other; intended to be shot from a bow
arrow (n.)
A missile weapon of offense, slender, pointed, and usually feathered and barbed, to be shot from a bow.
FAQs About the word arrow
βέλος
a mark to indicate a direction or relation, a projectile with a straight thin shaft and an arrowhead on one end and stabilizing vanes on the other; intended to
επιταχύνω,κατευθείαν,να καλύψω την απόσταση,βέλος,καλπασμός,ξεπερνάω,ξεπερνάω,Ξεπερνάω,προσπερνώ,επιταχύνω
σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,καθυστέρηση,τσιμπάω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),αργός περίπατος,τριγυρνώ,επιβραδύνω,καθυστερώ
arrosion => διάβρωση, arrose => ποτίζω, arrondissement => Διαμέρισμα, arrogator => αλαζόνας, arrogative => αλαζονικός,