Greek Meaning of sprint

σπριντ

Other Greek words related to σπριντ

Definitions and Meaning of sprint in English

Wordnet

sprint (n)

a quick run

Wordnet

sprint (v)

run very fast, usually for a short distance

FAQs About the word sprint

σπριντ

a quick run, run very fast, usually for a short distance

καλπασμός,τρέξιμο,αγώνας,τρέχω,ταχύτητα,τροχασμός,παύλα,βιάσου,άλμα,βιασύνη

αργός περίπατος,σέρνομαι,μπουσουλώ,τριγυρνώ,σύρετε,καθυστέρηση,καθυστερώ,τριγυρνάω,περιπατώ,Ανάμειξη

sprinkling => ράντισμα, sprinkles => τρούφες, sprinkler system => Σύστημα ψεκαστήρων, sprinkler => ποτιστήρι, sprinkle => ράνω,