FAQs About the word sprinkle

ράνω

a light shower that falls in some locations and not others nearby, the act of sprinkling or splashing water, distribute loosely, cause (a liquid) to spatter abo

Ομίχλη,κατακρήμνιση,βροχόπτωση,ψιλόβροχο,ντούζ

κατακλυσμός,Καταρρακτώδης βροχή,καταιγίδα,Καταιγίδα,καταιγίδα,μουσώνας,Καταιγίδα

springy => ελαστικός, springtime => άνοιξη, springtide => Παλίρροια, springtail => Κολλέμβολα, spring-loaded => ελατηριωτός,