FAQs About the word downpour

Καταρρακτώδης βροχή

a heavy rainA pouring or streaming downwards; esp., a heavy or continuous shower.

Βροχή,καταιγίδα,κατακλυσμός,βροχόπτωση,Καταιγίδα,καταιγίδα,βρεγμένος,πτώση,κατακρήμνιση,ντούζ

Ομίχλη,φτύνω,ράνω,ψιλόβροχο,μπόρα

downplay => υποβαθμίζω, downmarket => λαϊκή αγορά, downlying => πτωτικός, downlooked => καταθλιμμένος, download => Λήψη,