Greek Meaning of downpour
Καταρρακτώδης βροχή
Other Greek words related to Καταρρακτώδης βροχή
Nearest Words of downpour
Definitions and Meaning of downpour in English
downpour (n)
a heavy rain
downpour (n.)
A pouring or streaming downwards; esp., a heavy or continuous shower.
FAQs About the word downpour
Καταρρακτώδης βροχή
a heavy rainA pouring or streaming downwards; esp., a heavy or continuous shower.
Βροχή,καταιγίδα,κατακλυσμός,βροχόπτωση,Καταιγίδα,καταιγίδα,βρεγμένος,πτώση,κατακρήμνιση,ντούζ
Ομίχλη,φτύνω,ράνω,ψιλόβροχο,μπόρα
downplay => υποβαθμίζω, downmarket => λαϊκή αγορά, downlying => πτωτικός, downlooked => καταθλιμμένος, download => Λήψη,