Greek Meaning of sprinkling
ράντισμα
Other Greek words related to ράντισμα
- στρατός
- πλήθος
- αγέλη
- ορδή
- οικοδεσπότης
- Λεγεώνα
- φορτία
- Πλειοψηφία
- πολλά
- τα περισσότερα
- βουνό
- πλήθος
- χιλιάδες
- αφθονία
- περίσσεια
- τρισεκατομμύρια
- στοίβα
- γκούγκολ
- πολύ
- μάζα
- άπειρα
- σωρός
- πολύ
- ποσότητα
- σωροί
- πλεόνασμα
- πλούτος
- δισεκατομμύρια
- δισεκατομμύρια
- συμφωνία
- ορδές
- πολύς
- ράμφισμα
- πληρότητα
- Κατσαρόλα
- αφθονία
- Σχεδία
- επαλείφω
- στρατός
- Στοίβα
- βαμβάκι
- φύλλα
Nearest Words of sprinkling
Definitions and Meaning of sprinkling in English
sprinkling (n)
a small number (of something) dispersed haphazardly
a light shower that falls in some locations and not others nearby
the act of sprinkling water in baptism (rare)
the act of sprinkling or splashing water
FAQs About the word sprinkling
ράντισμα
a small number (of something) dispersed haphazardly, a light shower that falls in some locations and not others nearby, the act of sprinkling water in baptism (
Ζευγάρι,λίγοι,χούφτα,διασκορπίζω,διασκόρπιση,επιφανειακές γνώσεις,ράνω,Άτομο,θραύσμα,δημητριακά
στρατός,πλήθος,αγέλη,ορδή,οικοδεσπότης,Λεγεώνα,φορτία,Πλειοψηφία,πολλά,τα περισσότερα
sprinkles => τρούφες, sprinkler system => Σύστημα ψεκαστήρων, sprinkler => ποτιστήρι, sprinkle => ράνω, springy => ελαστικός,