Greek Meaning of molecule
Μόριο
Other Greek words related to Μόριο
- Άτομο
- bit
- ψίχουλο
- κηλίδα
- δημητριακά
- Κοκκία
- μπουκιά
- σωματίδιο
- τσιρότο
- σκραπ
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- δάγκωμα
- ντρίμπλα
- σταγόνα
- κουτσουλιά
- κλάσμα
- θραύσμα
- μπουκιά
- τάφρος
- σκλήθρα
- κομμάτι
- μερίδα
- δισταγμός
- ενότητα
- τεμαχίζω
- θραύσμα
- απόσπασμα
- τίτλος
- ίχνος
- ψιθύρι
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- νταμπ
- παύλα
- σταγόνα
- νιφάδα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- τελεία
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- τσίμπημα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- γεύση
- tidbit
- μεζές
- αγγίζω
- whit
- άλογο
Nearest Words of molecule
- molecularly => μοριακά
- molecularity => μοριακότητα
- molecular weight => Μοριακό βάρος
- molecular genetics => Μοριακή γενετική
- molecular formula => Μοριακός τύπος
- molecular biology => Μοριακή βιολογία
- molecular biologist => μοριακός βιολόγος
- molecular => Μοριακός
- molech => Μολοχ
- molecast => Σωρός τυφλοπόντικα
Definitions and Meaning of molecule in English
molecule (n)
(physics and chemistry) the simplest structural unit of an element or compound
(nontechnical usage) a tiny piece of anything
molecule (n.)
One of the very small invisible particles of which all matter is supposed to consist.
The smallest part of any substance which possesses the characteristic properties and qualities of that substance, and which can exist alone in a free state.
A group of atoms so united and combined by chemical affinity that they form a complete, integrated whole, being the smallest portion of any particular compound that can exist in a free state; as, a molecule of water consists of two atoms of hydrogen and one of oxygen. Cf. Atom.
FAQs About the word molecule
Μόριο
(physics and chemistry) the simplest structural unit of an element or compound, (nontechnical usage) a tiny piece of anythingOne of the very small invisible par
Άτομο,bit,ψίχουλο,κηλίδα,δημητριακά,Κοκκία,μπουκιά,σωματίδιο,τσιρότο,σκραπ
κομμάτι,εξόγκωμα,μάζα,βουνό,ποσότητα,πλάκα,τόμος,αφθονία,βαρέλι,κουβάς
molecularly => μοριακά, molecularity => μοριακότητα, molecular weight => Μοριακό βάρος, molecular genetics => Μοριακή γενετική, molecular formula => Μοριακός τύπος,