Greek Meaning of atom
Άτομο
Other Greek words related to Άτομο
- bit
- κηλίδα
- δημητριακά
- Μόριο
- σωματίδιο
- τσιρότο
- σκραπ
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- δάγκωμα
- ψίχουλο
- ντρίμπλα
- σταγόνα
- κουτσουλιά
- κλάσμα
- θραύσμα
- Κοκκία
- μπουκιά
- τάφρος
- μπουκιά
- σκλήθρα
- κομμάτι
- μερίδα
- δισταγμός
- τεμαχίζω
- θραύσμα
- απόσπασμα
- τίτλος
- ίχνος
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- νταμπ
- παύλα
- σταγόνα
- νιφάδα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- τελεία
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- τσίμπημα
- ενότητα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- γεύση
- tidbit
- μεζές
- αγγίζω
- ψιθύρι
- whit
- άλογο
Nearest Words of atom
- atoll => Ατόλη
- atole => ατόλε
- atokous => Ατοκους
- atmospherology => Ατμοσφαιρολογία
- atmospherics => ατμοσφαιρικά
- atmospherically => ατμοσφαιρικά
- atmospherical => ατμοσφαιρικός
- atmospheric static => Ατμοσφαιρικός στατικός ηλεκτρισμός
- atmospheric state => ατμοσφαιρική κατάσταση
- atmospheric pressure => Ατμοσφαιρική πίεση
- atom smasher => επιταχυντής σωματιδίων
- atom-bomb => πυρηνική βόμβα
- atomic => ατομικός
- atomic bomb => Ατομική βόμβα
- atomic clock => Ατομικό ρολόι
- atomic cocktail => Ατομικό κοκτέιλ
- atomic energy => ατομική ενέργεια
- atomic energy commission => Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
- atomic explosion => Πυρηνική έκρηξη
- atomic mass => Ατομική μάζα
Definitions and Meaning of atom in English
atom (n)
(physics and chemistry) the smallest component of an element having the chemical properties of the element
(nontechnical usage) a tiny piece of anything
atom (n.)
An ultimate indivisible particle of matter.
An ultimate particle of matter not necessarily indivisible; a molecule.
A constituent particle of matter, or a molecule supposed to be made up of subordinate particles.
The smallest particle of matter that can enter into combination; one of the elementary constituents of a molecule.
Anything extremely small; a particle; a whit.
atom (v. t.)
To reduce to atoms.
FAQs About the word atom
Άτομο
(physics and chemistry) the smallest component of an element having the chemical properties of the element, (nontechnical usage) a tiny piece of anythingAn ulti
bit,κηλίδα,δημητριακά,Μόριο,σωματίδιο,τσιρότο,σκραπ,απόσπασμα,Κηλίδα,δάγκωμα
κομμάτι,εξόγκωμα,μάζα,ποσότητα,πλάκα,τόμος,αφθονία,βαρέλι,κουβάς,μπουσέλ
atoll => Ατόλη, atole => ατόλε, atokous => Ατοκους, atmospherology => Ατμοσφαιρολογία, atmospherics => ατμοσφαιρικά,