Greek Meaning of mote
τάφρος
Other Greek words related to τάφρος
- bit
- κηλίδα
- δημητριακά
- σωματίδιο
- Κηλίδα
- Άτομο
- δάγκωμα
- ψίχουλο
- ντρίμπλα
- σταγόνα
- κουτσουλιά
- θραύσμα
- Κοκκία
- Μόριο
- μπουκιά
- μπουκιά
- κομμάτι
- τσιρότο
- σκραπ
- δισταγμός
- τεμαχίζω
- θραύσμα
- απόσπασμα
- απόσπασμα
- τίτλος
- ίχνος
- ψιθύρι
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- νταμπ
- παύλα
- σταγόνα
- νιφάδα
- κλάσμα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- τελεία
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- σκλήθρα
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- τσίμπημα
- μερίδα
- ενότητα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- γεύση
- tidbit
- μεζές
- αγγίζω
- whit
- άλογο
Nearest Words of mote
Definitions and Meaning of mote in English
mote (n)
(nontechnical usage) a tiny piece of anything
mote ()
of Mot
of Mot
mote (pres. subj.)
of Mot
mote (v.)
See 1st Mot.
mote (n.)
A meeting of persons for discussion; as, a wardmote in the city of London.
A body of persons who meet for discussion, esp. about the management of affairs; as, a folkmote.
A place of meeting for discussion.
The flourish sounded on a horn by a huntsman. See Mot, n., 3, and Mort.
A small particle, as of floating dust; anything proverbially small; a speck.
FAQs About the word mote
τάφρος
(nontechnical usage) a tiny piece of anythingof Mot, of Mot, of Mot, See 1st Mot., A meeting of persons for discussion; as, a wardmote in the city of London., A
bit,κηλίδα,δημητριακά,σωματίδιο,Κηλίδα,Άτομο,δάγκωμα,ψίχουλο,ντρίμπλα,σταγόνα
αφθονία,κομμάτι,φάτσα,κούκλος,φορτία,εξόγκωμα,μάζα,βουνό,σωρός,ποσότητα
motation => περιστροφή, motacillidae => Σεισοπυγίδες, motacilla => Σουσουράδα, motacil => Σεισοπυγίδες, mot test => ΚΤΕΟ,