FAQs About the word hunk

κούκλος

a well-built sexually attractive man, a large piece of something without definite shapeA large lump or piece; a hunch; as, a hunk of bread.

Μυώδης,Ελκυστικός στο μάτι,πριτσίνια,πιάτο,κούκλα,αλεπού,όμορφο αγόρι,υπερστάρ,γυναικάς,μωρό μου

σκύλος,Τέρας,nerd,γκροτέσκο,Γκροτέσκο

hungry => Πεινασμένος, hungriness => πείνα, hungrily => πεινασμένα, hungred => πεινασμένος, hunger-starve => πείνα - πεινούν,