Greek Meaning of hunky-dory

εντάξει

Other Greek words related to εντάξει

Definitions and Meaning of hunky-dory in English

Wordnet

hunky-dory (s)

being satisfactory or in satisfactory condition

FAQs About the word hunky-dory

εντάξει

being satisfactory or in satisfactory condition

εντάξει,καλό,εντάξει,εντάξει,αποδεκτός,ευχάριστος,Εντάξει,αποδεκτό, εντάξει,εντάξει,καλός

κακός,δυσάρεστος,φτωχός,απαράδεκτο,ανικανοποίητος,ανεπαρκής,κατώτερος,χάλια,μέτριος,Κατώτερος του επιπέδου

hunky => γκόμενος, hunks => κούκλοι, hunkpapa => hunkpapa, hunkers => μπουτάκια, hunkerism => hunkerism,