Greek Meaning of middling
μέτριος
Other Greek words related to μέτριος
Nearest Words of middling
- middlings => μεσαία τάξη
- middy => φούστα
- middy blouse => Κοντή μπλούζα
- mideast => Μέση Ανατολή
- mid-eighties => στα μέσα της δεκαετίας του '80
- midfeather => διάφραγμα
- mid-february => στα μέσα Φεβρουαρίου
- midfield => Κέντρο
- mid-fifties => μέσα στα πενήντα
- mid-forties => στα μέσα της δεκαετίας των σαράντα
Definitions and Meaning of middling in English
middling (n)
any commodity of intermediate quality or size (especially when coarse particles of ground wheat are mixed with bran)
middling (s)
lacking exceptional quality or ability
middling (r)
to certain extent or degree
middling (a.)
Of middle rank, state, size, or quality; about equally distant from the extremes; medium; moderate; mediocre; ordinary.
FAQs About the word middling
μέτριος
any commodity of intermediate quality or size (especially when coarse particles of ground wheat are mixed with bran), lacking exceptional quality or ability, to
μέσος,διάμεσος,μεσαίο,μέσο,μέση,μέτριο μέγεθος,μεσαίου μεγέθους,μέτριος,σεμνός,λογικός
Εξαιρετικός.,υπερβολικός,ακραίο,σπάνιος,περίεργο,ασυνήθιστος,ασυνήθιστο,διακριτικός,άτομο,ιδιωτικό
middleweight => μεσαία κατηγορία, middleton => Μίντλετον, middler => μεσάζοντας, middle-of-the-road => Μέση οδός, middlemost => μεσαίος,