Greek Meaning of idiosyncratic

Ιδιοσυγκρασιακός

Other Greek words related to Ιδιοσυγκρασιακός

Definitions and Meaning of idiosyncratic in English

Wordnet

idiosyncratic (s)

peculiar to the individual

Webster

idiosyncratic (a.)

Alt. of Idiosyncratical

FAQs About the word idiosyncratic

Ιδιοσυγκρασιακός

peculiar to the individualAlt. of Idiosyncratical

χαρακτηριστικός,διακριτικός,Αναγνώριση ,προσωπικός,ιδιαίτερος,συγκεκριμένος,ειδικός,εκφράζω,ιδιωματικός,ανεξάρτητος

γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός

idiosyncrasy => Ιδιοσυγκρασία, idiosyncrasies => ιδιοσυγκρασίες, idiorepulsive => αποκρουστικός, idioplasma => Ιδιοπλάσμα, idioplasm => Ιδιοπλάσμα,