Greek Meaning of individualized
εξατομικευμένος
Other Greek words related to εξατομικευμένος
Nearest Words of individualized
- individualize => εξατομικεύω
- individualization => εξατομίκευση
- individuality => ατομικότητα
- individualities => ατομικότητες
- individualistically => ατομικιστικά
- individualistic => ατομικιστικός
- individualist => ατομικιστής
- individualism => ατομικισμός
- individualised => εξατομικευμένο
- individualise => εξατομικεύω
Definitions and Meaning of individualized in English
individualized (s)
made for or directed or adjusted to a particular individual
individualized (imp. & p. p.)
of Individualize
FAQs About the word individualized
εξατομικευμένος
made for or directed or adjusted to a particular individualof Individualize
προσωπικός,εξατομικευμένη,υποκειμενικός,άτομο,ιδιαίτερο,κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,ιδιωτικό,ξεχωριστό,ενικός,μοναδικός
γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός
individualize => εξατομικεύω, individualization => εξατομίκευση, individuality => ατομικότητα, individualities => ατομικότητες, individualistically => ατομικιστικά,