Greek Meaning of patented
κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Other Greek words related to κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Nearest Words of patented
- patentable => κατοχυρώσιμο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patent system => Σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- patent right => Δικαίωμα διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patent office => Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας
- patent of invention => δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patent medicine => Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patent log => Μητρώο ευρεσιτεχνιών
- patent leather => Βερνικωμένο δέρμα
- patent law => Δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- patent infringement => παραβίαση διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patentee => κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patent-hammered => σφυρηλατημένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- patenting => κατοχύρωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- patently => προφανώς
- pater => πατέρας
- patera => Πατέρα
- paterae => Πάτερα
- paterero => Πατερέρο
- pateresfamilias => πατέρες φαμίλιας
- paterfamilias => Πατέρας οικογένειας
Definitions and Meaning of patented in English
patented (s)
(of devices and processes) protected by patent
patented (imp. & p. p.)
of Patent
FAQs About the word patented
κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
(of devices and processes) protected by patentof Patent
προσωπικός,εξατομικευμένη,ιδιωτικό,υποκειμενικός,μοναδικός,διακριτικός,ιδιωματικός,άτομο,εξατομικευμένος,ιδιαίτερο
γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός
patentable => κατοχυρώσιμο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, patent system => Σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, patent right => Δικαίωμα διπλώματος ευρεσιτεχνίας, patent office => Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, patent of invention => δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,