Greek Meaning of subjective
υποκειμενικός
Other Greek words related to υποκειμενικός
- προσωπικός
- εξατομικευμένη
- διακριτικός
- ιδιωματικός
- άτομο
- εξατομικευμένος
- ιδιαίτερο
- ιδιωτικό
- ξεχωριστό
- ενικός
- μοναδικός
- χαρακτηριστικός
- συνήθεια
- Προσαρμοσμένο
- ειδικός
- εκφράζω
- Αναγνώριση
- Ιδιοσυγκρασιακός
- ανεξάρτητος
- κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- περίεργος
- τουαλέτα
- ιδιαίτερος
- ειδικευμένος
- συγκεκριμένος
Nearest Words of subjective
Definitions and Meaning of subjective in English
subjective (a)
taking place within the mind and modified by individual bias
of a mental act performed entirely within the mind
FAQs About the word subjective
υποκειμενικός
taking place within the mind and modified by individual bias, of a mental act performed entirely within the mind
προσωπικός,εξατομικευμένη,διακριτικός,ιδιωματικός,άτομο,εξατομικευμένος,ιδιαίτερο,ιδιωτικό,ξεχωριστό,ενικός
γενικός,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,γενικό,φυσιολογικός,διαδεδομένος,κοινός
subjection => υποταγή, subject matter => θέμα, subject field => πεδίο θέματος, subject case => ονομαστική πτώση, subject area => Αντικείμενο,