Greek Meaning of subjectivity

υποκειμενικότητα

Other Greek words related to υποκειμενικότητα

Definitions and Meaning of subjectivity in English

Wordnet

subjectivity (n)

judgment based on individual personal impressions and feelings and opinions rather than external facts

FAQs About the word subjectivity

υποκειμενικότητα

judgment based on individual personal impressions and feelings and opinions rather than external facts

σοβινισμός,νεποτισμός,υποκειμενικότητα,λυγισμένος,Προκατάληψη,μεροληψία,κλίση,μεροληψία,κομματισμός,προτίμηση

Απόσπαση,Αδιαφορία,αδιαφορία,ιδιότητα του μετόχου,Δικαιοσύνη,Αμεροληψία,Δικαιοσύνη,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απάθεια

subjectivist => υποκειμενιστής, subjectivism => υποκειμενισμός, subjectiveness => υποκειμενικότητα, subjectively => υποκειμενικά, subjective => υποκειμενικός,