Greek Meaning of tendency
τάση
Other Greek words related to τάση
- προδιάθεση
- Τάση
- τρόπος
- συγγένεια
- ικανότητα
- καταλληλότητα
- διάθεση
- συνήθεια
- κλίση
- προτίμηση
- Πρακτική
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- σειρά
- λυγισμένος
- συνήθεια
- Εκκεντρικότητα
- Ιδιοσυγκρασία
- στηριζόμενος
- νοοτροπία
- ιδιαιτερότητα
- μεροληψία
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- εξάσκηση
- ιδιοτροπία
- ρουτίνα
- μοναδικότητα
- τέχνασμα
- δεν θα
Nearest Words of tendency
Definitions and Meaning of tendency in English
tendency (n)
an attitude of mind especially one that favors one alternative over others
an inclination to do something
a characteristic likelihood of or natural disposition toward a certain condition or character or effect
a general direction in which something tends to move
tendency (n.)
Direction or course toward any place, object, effect, or result; drift; causal or efficient influence to bring about an effect or result.
FAQs About the word tendency
τάση
an attitude of mind especially one that favors one alternative over others, an inclination to do something, a characteristic likelihood of or natural dispositio
προδιάθεση,Τάση,τρόπος,συγγένεια,ικανότητα,καταλληλότητα,διάθεση,συνήθεια,κλίση,προτίμηση
απροθυμία,Αντιπάθεια,αδιαθεσία,αποστροφή
tendencious => τεντενσιώδης, tendencies => τάσεις, tendence => τάση, tended to => τείνει να, tended => τείνω,