Greek Meaning of quirk
ιδιοτροπία
Other Greek words related to ιδιοτροπία
- χαρακτηριστικός
- Εκκεντρικότητα
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- Μανιερισμός
- ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- χαρακτηριστικό
- τέχνασμα
- στρέφω
- μανιέρα
- στάση
- χαρακτηριστικό
- Χαρακτήρας
- Τεταρτημόριο
- περιέργεια
- ατομικισμός
- κόμπος
- μοτίβο
- προσωπικότητα
- ουσία
- αστείο
- τικ
- μοναδικότητα
- τάση
- αβεβαιότητα
- ανωμαλία
- εθισμός
- αέρας
- λυγισμένος
- συνήθεια
- διάθεση
- διάνοια
- χιούμορ
- ταυτότητα
- κλίση
- ατομικότητα
- Σήμα
- φύση
- νευρωτισμός
- μεροληψία
- προτίμηση
- Εκτροπή
- Πρακτική
- εξάσκηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- Τάση
- ιδιοκτησία
- ιδιοσυγκρασία
- τρόπος
- περίεργος
- δεν θα
Nearest Words of quirk
Definitions and Meaning of quirk in English
quirk (n)
a strange attitude or habit
a narrow groove beside a beading
quirk (v)
twist or curve abruptly
quirk (n.)
A sudden turn; a starting from the point or line; hence, an artful evasion or subterfuge; a shift; a quibble; as, the quirks of a pettifogger.
A fit or turn; a short paroxysm; a caprice.
A smart retort; a quibble; a shallow conceit.
An irregular air; as, light quirks of music.
A piece of ground taken out of any regular ground plot or floor, so as to make a court, yard, etc.; -- sometimes written quink.
A small channel, deeply recessed in proportion to its width, used to insulate and give relief to a convex rounded molding.
FAQs About the word quirk
ιδιοτροπία
a strange attitude or habit, a narrow groove beside a beading, twist or curve abruptlyA sudden turn; a starting from the point or line; hence, an artful evasion
χαρακτηριστικός,Εκκεντρικότητα,συνήθεια,Ιδιοσυγκρασία,Μανιερισμός,ιδιαιτερότητα,ιδιαιτερότητα,χαρακτηριστικό,τέχνασμα,στρέφω
συμμόρφωση,ομοιότητα
quirites => Κύριτες, quirite => Κύριτης, quirister => χορωδός, quirinal => Κυρινάλε, quire => τετράδιο,