Greek Meaning of abnormality
ανωμαλία
Other Greek words related to ανωμαλία
- ανωμαλία
- μετάλλαξη
- εξαίρεση
- τέρας
- Ανωμαλία
- Τέρας
- εκκεντρικός
- εκτροπή
- άμβλωση
- Χαρακτήρας
- Τρελός
- μπιέλα
- περιέργεια
- εκτραπείς
- εκκεντρικός
- ατομικιστής
- μάγειρας
- Δυσπλασία
- αντικομφορμιστής
- κακοδημιουργία
- τέρας
- μετάλλαξη
- nonkonformistas
- εκκεντρικός
- ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- σπανιότητα
- κλώνος
- μοναδικότητα
- παράξενος
Nearest Words of abnormality
Definitions and Meaning of abnormality in English
abnormality (n)
an abnormal physical condition resulting from defective genes or developmental deficiencies
retardation sufficient to fall outside the normal range of intelligence
marked strangeness as a consequence of being abnormal
behavior that breaches the rule or etiquette or custom or morality
abnormality (n.)
The state or quality of being abnormal; variation; irregularity.
Something abnormal.
FAQs About the word abnormality
ανωμαλία
an abnormal physical condition resulting from defective genes or developmental deficiencies, retardation sufficient to fall outside the normal range of intellig
ανωμαλία,μετάλλαξη,εξαίρεση,τέρας ,Ανωμαλία,Τέρας,εκκεντρικός,εκτροπή,άμβλωση,Χαρακτήρας
μέσος,φυσιολογικός,πρότυπο,κανόνας,παρ,δείγμα,δείγμα,συνηθισμένος,συνήθης
abnormalities => ανωμαλίες, abnormalcy => ανωμαλία, abnormal psychology => Παθολογική ψυχολογία, abnormal => μη φυσιολογικός, abnodation => αυταπάρνηση,