Greek Meaning of crackpot

Τρελός

Other Greek words related to Τρελός

Definitions and Meaning of crackpot in English

Wordnet

crackpot (n)

a whimsically eccentric person

FAQs About the word crackpot

Τρελός

a whimsically eccentric person

τρελός,γκάγκα,τρελός,τρελός,τρελός,Μανιακός,μανιακός,ψυχικός,ξηροί καρποί,παρανοϊκός

ισορροπημένος,σαφής,Σαφής,λογικός,λογικός,λογικός,ήχος,Σωστόμυαλος,υγιής,συνετός

cracklings => τσίκνα, crackling => θροΐζων, crackleware => κρακελέ, crackle china => Κρακελέ, crackle => τρίξιμο,