Greek Meaning of wigged-out

τρελός

Other Greek words related to τρελός

Definitions and Meaning of wigged-out in English

wigged-out

mentally or emotionally discomposed

FAQs About the word wigged-out

τρελός

mentally or emotionally discomposed

βαλλιστικός,μανιακός,καταθλιπτικός,αποσπασμένος,ταραγμένος,Φρενήρης,φρενήρης,υστερικός,υστερικός,μονομανής

ισορροπημένος,σαφής,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,λογικός,ήχος,Σωστόμυαλος,υγιής

wig (out) => Περούκα (έξω), wifeys => σύζυγοι, wifey => σύζυγος, widths => πλάτη, widows => χήρες,