Greek Meaning of maniac
Μανιακός
Other Greek words related to Μανιακός
- τρελός
- ψυχό
- ψυχοπαθής
- Σφάλμα
- τρελός
- Φρουτόπιτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- τρελός
- Τρελαμένη
- Παξιμάδι
- Τρελός
- τρελός
- ψυχωτικός
- τρελός
- τρελός
- σχιζο
- άρρωστος
- μη φυσιολογικός
- υπόθεση
- Χαρακτήρας
- γέρος
- ρωγμή
- Τρελός
- μπιέλα
- εκτραπείς
- εκκεντρικός
- φανταστικός
- νιφάδα
- μάγειρας
- διπολική διαταραχή
- μονομανής
- νευρωτικός
- καταναγκαστικός
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- εκκεντρικός
- πρωτότυπο
- παρανοϊκός
- ασθενής
- ψυχοπαθολογικό
- σχιζοειδής
- Σχιζοφρένεια
- κλώνος
- Κοινωνιοπαθής
- παιδί
- παιδί
- παράξενος
- τρελός
- τρελός
- Τρελός
- μυθομανής
- σχιζοφρένεια
- πιστοποιητικό ασθενείας
Nearest Words of maniac
- maniacal => μανιακός
- maniacally => μανιακά
- manic => Μανικός
- manic depression => Διπολική διαταραχή
- manic depressive illness => διπολική διαταραχή
- manic disorder => διπολική διαταραχή
- manicate => λαβή, χερούλι
- manic-depressive => διπολική διαταραχή
- manic-depressive psychosis => Διπολική διαταραχή
- manichaean => μανιχαϊκός
Definitions and Meaning of maniac in English
maniac (n)
an insane person
a person who has an obsession with or excessive enthusiasm for something
maniac (s)
wildly disordered
maniac (a.)
Raving with madness; raging with disordered intellect; affected with mania; mad.
maniac (n.)
A raving lunatic; a madman.
FAQs About the word maniac
Μανιακός
an insane person, a person who has an obsession with or excessive enthusiasm for something, wildly disorderedRaving with madness; raging with disordered intelle
τρελός,ψυχό,ψυχοπαθής,Σφάλμα,τρελός,Φρουτόπιτα,μπουκακίνο,τρελός,τρελός,Τρελαμένη
κριτικός,Κριτικός,μη φανατικός,γκρινιάρης,μειωτής,μη θαυμαστής
maniable => εύχρηστος, mania => μανία, manhunt => ανθρωποκυνηγητό, manhood => ανδρισμός, manhole cover => Κάλυμμα φρεατίου,