Greek Meaning of oddball
εκκεντρικός
Other Greek words related to εκκεντρικός
Nearest Words of oddball
Definitions and Meaning of oddball in English
oddball (n)
a person with an unusual or odd personality
FAQs About the word oddball
εκκεντρικός
a person with an unusual or odd personality
Χαρακτήρας,εκκεντρικός,Μποέμ,γέρος,Τρελός,μπιέλα,νιφάδα,τέρας ,Φρουτόπιτα,μάγειρας
Ακόλουθος,πρόβατο,συμμορφωτής,συμμορφωμένος
odd man out => Ο ταγκάς, odd hassel => Πeculiar Hassel, odd fish => Παράξενο ψάρι, odd fellow => Περίεργος τύπος, odd => μονός,