FAQs About the word geezer

γιος

a man who is (usually) old and/or eccentricA queer old fellow; an old chap; an old woman.

Μποέμ,γέρος,φουρφούρι,αντικομφορμιστής,Τρελός,μπιέλα,περιέργεια,εκκεντρικός,νιφάδα,Φρουτόπιτα

Ακόλουθος,πρόβατο,συμμορφωτής,συμμορφωμένος

geez => Ωχ!, geet => τραγούδι, geest => φάντασμα, geese => χήνες, geert geerts => Geert Geerts,