Greek Meaning of conformist
συμμορφωμένος
Other Greek words related to συμμορφωμένος
Nearest Words of conformist
- conformism => συμμορφισμός
- conforming => συμμορφούμενος
- conformator => κονφορματόρος
- conformational entropy => Συνδιαμορφωτική εντροπία
- conformation => Διάπλαση
- conformance => συμμόρφωση
- conformal projection => Συμμορφική προβολή
- conformably => σύμφωνα με
- conformable => Συμφωνούσα
- conform to => Συμμορφώνεται με
Definitions and Meaning of conformist in English
conformist (n)
someone who conforms to established standards of conduct (especially in religious matters)
conformist (a)
marked by convention and conformity to customs or rules or styles
conformist (s)
adhering to established customs or doctrines (especially in religion)
FAQs About the word conformist
συμμορφωμένος
someone who conforms to established standards of conduct (especially in religious matters), marked by convention and conformity to customs or rules or styles, a
συμβατικός,Ακόλουθος,συμμορφωτής,παραδοσιακός,κουραστικός,μετριόφρων,μέτριος,Τετράγωνο,συντηρητικός,Αριστοκράτης
Μποέμ,εκτραπείς,Ελεύθερο πνεύμα,αιρετικός,εικονοκλάστης,ατομικιστής,Μοναχικός,αντικομφορμιστής,nonkonformistas,μποέμ
conformism => συμμορφισμός, conforming => συμμορφούμενος, conformator => κονφορματόρος, conformational entropy => Συνδιαμορφωτική εντροπία, conformation => Διάπλαση,