Greek Meaning of confoundedly

πανέξυπνα

Other Greek words related to πανέξυπνα

Definitions and Meaning of confoundedly in English

Wordnet

confoundedly (r)

in a perplexed manner

FAQs About the word confoundedly

πανέξυπνα

in a perplexed manner

φρικτός,ανατιναγμένη,καταραμένος,γαμημένο,φοβερός,καταραμένος,καταραμένος,καταραμένος,καταραμένος,καταραμένος

αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,αξιέπαινος,θαυμάσιος,υπέροχος,θαυμαστός,αξιέπαινος

confounded => μπερδεμένος, confound => Μπερδεύω, conformity => συμμόρφωση, conformist => συμμορφωμένος, conformism => συμμορφισμός,