Greek Meaning of creditable

αξιόπιστος

Other Greek words related to αξιόπιστος

Definitions and Meaning of creditable in English

Wordnet

creditable (s)

worthy of often limited commendation

FAQs About the word creditable

αξιόπιστος

worthy of often limited commendation

θαυμαστός,αξιέπαινος,άριστος,εντυπωσιακός,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,αξιέπαινος,άξιος,αξιέπαινος,καταπληκτικός

άξιος μομφής,Εξευτελιστικός,θλιβερό,ατιμωτικός,θλιβερός,κατακριτέος,ανάξιος,άχρηστος,βάση,άτιμος

credit union => πιστωτικός συνεταιρισμός, credit system => Σύστημα πίστωσης, credit side => Πιστωτική πλευρά, credit rating => πιστοληπτική ικανότητα, credit order => Εντολή πίστωσης,