Greek Meaning of creditably
εντιμότητας
Other Greek words related to εντιμότητας
- αποδεκτά
- κατάλληλα
- εντάξει
- αξιοπρεπώς
- καλό
- καλός
- ωραία
- εντάξει
- με σεβασμό
- ικανοποιητικά
- καλά
- Εντάξει
- κατάλληλα
- σωστά
- αποτελεσματικά
- ευτυχισμένος
- εντάξει
- μέτρια
- ορθά
- μέτριος
- επαρκώς
- ανεκτός
- μέτρια
- εξυπηρετικά
- εύστοχα
- ευπρεπώς
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικά
- ευτυχώς
- κατάλληλα
- ικανοποιητικά
- αρμοδίως
- προσεγμένα
- ικανοποιητικά
- πρέπουσα
- κατάλληλα
- τακτικά
- σύμφωνα
Nearest Words of creditably
- creditable => αξιόπιστος
- credit union => πιστωτικός συνεταιρισμός
- credit system => Σύστημα πίστωσης
- credit side => Πιστωτική πλευρά
- credit rating => πιστοληπτική ικανότητα
- credit order => Εντολή πίστωσης
- credit line => πιστωτική γραμμή
- credit hour => διδακτική ώρα
- credit entry => Πίστωση
- credit crunch => πιστωτική κρίση
Definitions and Meaning of creditably in English
creditably (r)
to a tolerably worthy extent
FAQs About the word creditably
εντιμότητας
to a tolerably worthy extent
αποδεκτά,κατάλληλα,εντάξει,αξιοπρεπώς,καλό,καλός,ωραία,εντάξει,με σεβασμό,ικανοποιητικά
άσχημα,άρρωστος,ανεπαρκώς,ανεπαρκώς,φτωχά,ανικανοποιητικά,κακός,ακατάλληλα,λανθασμένα,ανυπόφορα
creditable => αξιόπιστος, credit union => πιστωτικός συνεταιρισμός, credit system => Σύστημα πίστωσης, credit side => Πιστωτική πλευρά, credit rating => πιστοληπτική ικανότητα,