Greek Meaning of tidily
τακτικά
Other Greek words related to τακτικά
Nearest Words of tidily
Definitions and Meaning of tidily in English
tidily (r)
in a tidy manner
tidily (adv.)
In a tidy manner.
FAQs About the word tidily
τακτικά
in a tidy mannerIn a tidy manner.
προσεγμένα,οργανωμένος,κομψά,τολμηρά,κομψά,με μοντέρνο τρόπο,σχολαστικά,με στυλ,κομψά,έντονα
άκομψα,πρόχειρα,ατημέλητος,φτωχικά,ακατάστατα,φτωχικά,ατημέλητος,ακατάστατα,σκοτεινά,βρώμικα
tidife => Τίντιφ, tidies => τακτοποιεί, tidied => τακτοποιημένο, tideway => Παλίρροια, tidewater stream => Παροχετευτικό νερού,