Greek Meaning of tidiness

η καθαριότητα

Other Greek words related to η καθαριότητα

Definitions and Meaning of tidiness in English

Wordnet

tidiness (n)

the habit of being tidy

the trait of being neat and orderly

Webster

tidiness (n.)

The quality or state of being tidy.

FAQs About the word tidiness

η καθαριότητα

the habit of being tidy, the trait of being neat and orderlyThe quality or state of being tidy.

φωτίζω,πινέλο,Καθαρός,χτένα,σκόνη,ανανεώνω,σφουγγαρίστρα,ξέβγαλμα,καθαρισμός,Σαμπουάν

Έδαφος,κουκκίδα,λερώνω,φάουλ,λασπωμένος,ρυπαίνω,κηλίδα,μολύνω,λερώνω,μαύρισμα

tidily => τακτικά, tidife => Τίντιφ, tidies => τακτοποιεί, tidied => τακτοποιημένο, tideway => Παλίρροια,