Greek Meaning of freshen
ανανεώνω
Other Greek words related to ανανεώνω
- Αναψυχή
- Ανανεώνω
- ανανεώνω
- ανακαινίζω
- επαναφορά
- αναβιώνω
- επαναφόρτιση
- Ανασυγκρότηση
- Αναζωογονώ
- ανακαινίζω (anakainízo)
- αναγεννώ
- αναζωογονώ
- Επισκευή
- αναπληρώνω
- ανάνηψη
- αναζωογονώ
- αναζωογονώ
- εκσυγχρονίζω
- γενική επισκευή
- διεκδικώ
- ανακατασκευάζω
- ανασυντάσσω
- Επανασχεδιασμός
- επανάληψη
- ανασχεδιάζω
- επαναγέμιση
- αποκατάσταση
- αποκαθιστώ
- επαναδημιουργία
- ανακαίνιση
- ανεφοδιασμός
- ενημέρωση
Nearest Words of freshen
Definitions and Meaning of freshen in English
freshen (v)
make (to feel) fresh
become or make oneself fresh again
make fresh again
freshen (v. t.)
To make fresh; to separate, as water, from saline ingredients; to make less salt; as, to freshen water, fish, or flesh.
To refresh; to revive.
To relieve, as a rope, by change of place where friction wears it; or to renew, as the material used to prevent chafing; as, to freshen a hawse.
freshen (v. i.)
To grow fresh; to lose saltness.
To grow brisk or strong; as, the wind freshens.
FAQs About the word freshen
ανανεώνω
make (to feel) fresh, become or make oneself fresh again, make fresh againTo make fresh; to separate, as water, from saline ingredients; to make less salt; as,
Αναψυχή,Ανανεώνω,ανανεώνω,ανακαινίζω,επαναφορά,αναβιώνω,επαναφόρτιση,Ανασυγκρότηση,Αναζωογονώ,ανακαινίζω (anakainízo)
No antonyms found.
fresh-cut => φρέσκοκομμένα, fresh water => Γλυκό νερό, fresh start => Μια νέα αρχή, fresh gale => Δυνατός άνεμος, fresh foods => Φρέσκα τρόφιμα,