Greek Meaning of freshened
δροσερός
Other Greek words related to δροσερός
Nearest Words of freshened
Definitions and Meaning of freshened in English
freshened (imp. & p. p.)
of Freshen
FAQs About the word freshened
δροσερός
of Freshen
αναζωογονητικό,ανανεωμένος,αναβίωσε,ενεργοποιημένος,αναζωογονημένο,νέος,νεογνό,αναζωογονημένος,αναγεννημένος,Αναδημιουργία
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,εξασθενημένος,κουρασμένος,υγρός,νεκρωμένο,ευνουχισμένος,εξασθενίζω,εξαντλημένος
freshen up => ανανεώνομαι, freshen => ανανεώνω, fresh-cut => φρέσκοκομμένα, fresh water => Γλυκό νερό, fresh start => Μια νέα αρχή,