Greek Meaning of invigorated
αναζωογονημένο
Other Greek words related to αναζωογονημένο
Nearest Words of invigorated
Definitions and Meaning of invigorated in English
invigorated (s)
with restored energy
invigorated (imp. & p. p.)
of Invigorate
FAQs About the word invigorated
αναζωογονημένο
with restored energyof Invigorate
ενεργοποιημένος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,αναβίωσε,ζωογονημένος,ενθουσιασμένος,δροσερός,νέος,νεογνό,αναζωογονημένος
στραγγισμένος,εξαντλημένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,εξασθενημένος,κουρασμένος,υγρός,νεκρωμένο,Αποθαρρυμένος,απογοητευμένος
invigorate => αναζωογονώ, invigor => αναζωογονώ, invigilator => επιτηρητής, invigilation => Επιτήρηση, invigilate => επιτηρείν,