Greek Meaning of invigorating

τονωτικός

Other Greek words related to τονωτικός

Definitions and Meaning of invigorating in English

Wordnet

invigorating (a)

imparting strength and vitality

Webster

invigorating (p. pr. & vb. n.)

of Invigorate

FAQs About the word invigorating

τονωτικός

imparting strength and vitalityof Invigorate

αναζωογονητικός,ενθαρρυντικός,φιλικός,υγιής,φαρμακευτικός,αποκαταστατικός,αναβιωτικό,διεγερτικό,διεγερτικό,Τονωτικό

νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,επιζήμιος,εξασθένιση,εξαντλητικό

invigorated => αναζωογονημένο, invigorate => αναζωογονώ, invigor => αναζωογονώ, invigilator => επιτηρητής, invigilation => Επιτήρηση,