Greek Meaning of numbing

μουδιαστικό

Other Greek words related to μουδιαστικό

Definitions and Meaning of numbing in English

Wordnet

numbing (s)

causing numbness or insensitivity

Webster

numbing (p. pr. & vb. n.)

of Numb

FAQs About the word numbing

μουδιαστικό

causing numbness or insensitivityof Numb

βαρετό,βαρετό,σκονισμένος,βαρύς,παλιό,αργός,κουραστικός,κουρασμένος,κουραστικό,ενοχλητικό

απορροφητικός,εκπληκτικός,εκπληκτικός,Εκπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,exhilarating,συναρπαστικός,ενδιαφέρον

numbfish => Μουδιασμένο ψάρι, numbers racket => κουμπαράς, numbers pool => Κολυμβήθρα αριθμών, numbers game => Παιχνίδι αριθμών, numbers => αριθμοί,