Greek Meaning of inspiring

εμπνευσμένος

Other Greek words related to εμπνευσμένος

Definitions and Meaning of inspiring in English

Wordnet

inspiring (a)

stimulating or exalting to the spirit

Webster

inspiring (p. pr. & vb. n.)

of Inspire

Webster

inspiring (a.)

Animating; cheering; moving; exhilarating; as, an inspiring or scene.

FAQs About the word inspiring

εμπνευσμένος

stimulating or exalting to the spiritof Inspire, Animating; cheering; moving; exhilarating; as, an inspiring or scene.

συναρπαστικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,συναρπαστικός,Ηλεκτρικός,ηλεκτριστικό,exhilarating,συναρπαστικός,γαλβανικός

βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός

inspirer => (εμπνευστής), inspired => εμπνεόμενος, inspire => Εμπνέω, inspiratory => εμπνευστικός, inspirator => ο εμπνευστής,