Greek Meaning of poignant
συγκινητικός
Other Greek words related to συγκινητικός
- συναισθηματικός
- εντυπωσιακός
- επηρεάζοντας
- δραματικός
- εύγλωττος
- διεγέρσιμος
- συναρπαστικός
- εκφραστικός
- Επιδραστικό
- ενθαρρυντικός
- ουσιαστικό
- μετακινούμενο
- παθιασμένος
- Ανάδευση
- συγκινητικός
- καθαρτικός
- επιδεικτικός
- συναίσθημα
- Μελοδραματικός
- προκλητικός
- μη αποκριτικός
- διεγερτικός
- ευαίσθητος
- σημαντικός
- διεγερτικό
- θεατρικός
- θεατρικός
Nearest Words of poignant
Definitions and Meaning of poignant in English
poignant (s)
arousing affect
keenly distressing to the mind or feelings
poignant (a.)
Pricking; piercing; sharp; pungent.
Fig.: Pointed; keen; satirical.
FAQs About the word poignant
συγκινητικός
arousing affect, keenly distressing to the mind or feelingsPricking; piercing; sharp; pungent., Fig.: Pointed; keen; satirical.
συναισθηματικός,εντυπωσιακός,επηρεάζοντας,δραματικός,εύγλωττος,διεγέρσιμος,συναρπαστικός,εκφραστικός,Επιδραστικό,ενθαρρυντικός
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,Ανέγγιχτος,ανέμπνευστος,αδιάφορος,ατάραχος,αναίσθητος
poignancy => συγκίνηση, poignance => σπαραξικάρδιος, poicile => poicile, poi => ποϊ, pohagen => Ποχάγκεν,