Greek Meaning of moving
μετακινούμενο
Other Greek words related to μετακινούμενο
- συναισθηματικός
- συναρπαστικός
- εντυπωσιακός
- συγκινητικός
- επηρεάζοντας
- δραματικός
- εύγλωττος
- διεγέρσιμος
- εκφραστικός
- συναίσθημα
- Επιδραστικό
- ενθαρρυντικός
- ουσιαστικό
- παθιασμένος
- συγκινητικός
- Ανάδευση
- καθαρτικός
- επιδεικτικός
- Μελοδραματικός
- προκλητικός
- μη αποκριτικός
- διεγερτικός
- ευαίσθητος
- σημαντικός
- διεγερτικό
- θεατρικός
- θεατρικός
Nearest Words of moving
- movimiento revolucionario tupac anaru => Επαναστατικό Κίνημα Τούπακ Αμάρου
- moviemaking => κινηματογράφηση
- moviegoer => σινεφίλ
- movie theatre => Κινηματογράφος
- movie theater => Κινηματογράφος
- movie star => κινηματογραφικός αστέρας
- movie projector => Κινηματογραφικός προβολέας
- movie making => Κινηματογράφηση
- movie maker => κινηματογραφιστής
- movie industry => κινηματογραφική βιομηχανία
- moving company => μεταφορική εταιρεία
- moving expense => Έξοδα μετακόμισης
- moving in => μετακόμιση
- moving picture => Κινηματογραφική ταινία
- moving ridge => κινούμενη κορυφογραμμή
- moving staircase => Κλιμακοστάσιο
- moving stairway => Κυλιόμενες σκάλες
- moving van => φορτηγό μετακόμισης
- moving-coil galvanometer => Γαλβανόμετρο με κινούμενο πηνίο
- movingly => συγκινητικά
Definitions and Meaning of moving in English
moving (a)
in motion
arousing or capable of arousing deep emotion
used of a series of photographs presented so as to create the illusion of motion
moving (p. pr. & vb. n.)
of Move
moving (a.)
Changing place or posture; causing motion or action; as, a moving car, or power.
Exciting movement of the mind; adapted to move the sympathies, passions, or affections; touching; pathetic; as, a moving appeal.
moving (n.)
The act of changing place or posture; esp., the act of changing one's dwelling place or place of business.
FAQs About the word moving
μετακινούμενο
in motion, arousing or capable of arousing deep emotion, used of a series of photographs presented so as to create the illusion of motionof Move, Changing place
συναισθηματικός,συναρπαστικός,εντυπωσιακός,συγκινητικός,επηρεάζοντας,δραματικός,εύγλωττος,διεγέρσιμος,εκφραστικός,συναίσθημα
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,ανέμπνευστος,αδιάφορος,ατάραχος,αναίσθητος,Ανέγγιχτος
movimiento revolucionario tupac anaru => Επαναστατικό Κίνημα Τούπακ Αμάρου, moviemaking => κινηματογράφηση, moviegoer => σινεφίλ, movie theatre => Κινηματογράφος, movie theater => Κινηματογράφος,