Greek Meaning of touching
συγκινητικός
Other Greek words related to συγκινητικός
- παρακείμενος
- γειτονικός
- Κοντινότερο
- γειτονικός
- όμορος
- Επισυναπτόμενος
- συνοριακός
- κοντά
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- συνορεύων
- Συνεχής
- Πλευρικός
- FLUSH
- κρόσσια
- ένταξη
- παρατεθειμένος
- συνδεδεμένος
- κοντά
- πλησιέστερος
- χαμηλότερα πατώματος
- περιβάλλον
- ενωμένος
- συνομόρος
- συνδεόμενο
- περιβαλλοντικό
- κατά προσέγγιση
- οριοθέτηση
- Αγκαλιάζει
- περικύκλωση
- περικλείω
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- άμεσος
- επισυνάπτω
- προσχώρησε
- περιθωριακός
- κοντά
- δίπλα
- νύχτα
- περιφερικός
- χείλος
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- διασυνδεόμενος
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- μακρινό
- μακριά
- πιο μακριά
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- απομακρυσμένος
- αφαιρέθηκε
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- Άσχετος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- διαιρεμένος
- μακριά
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- σπασμένος
- δυσλειτουργικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- Μη συνεχής
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- απομακρυσμένο
- διασπασμένος
Nearest Words of touching
Definitions and Meaning of touching in English
touching (n)
the event of something coming in contact with the body
the act of putting two things together with no space between them
touching (s)
arousing affect
touching (p. pr. & vb. n.)
of Touch
touching (a.)
Affecting; moving; pathetic; as, a touching tale.
touching (prep.)
Concerning; with respect to.
touching (n.)
The sense or act of feeling; touch.
FAQs About the word touching
συγκινητικός
the event of something coming in contact with the body, the act of putting two things together with no space between them, arousing affectof Touch, Affecting; m
παρακείμενος,γειτονικός,Κοντινότερο,γειτονικός,όμορος,Επισυναπτόμενος,συνοριακός,κοντά,επικοινωνία,συνδεδεμένος
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος
touchiness => ευαισθησία, touchily => ευαίσθητα, touchhole => τρυπάκι, toucher => άγγιγμα, touched => συγκινημένος,