Greek Meaning of touchingly

συγκινητικά

Other Greek words related to συγκινητικά

Definitions and Meaning of touchingly in English

Wordnet

touchingly (r)

in a poignant or touching manner

FAQs About the word touchingly

συγκινητικά

in a poignant or touching manner

παρακείμενος,γειτονικός,Κοντινότερο,γειτονικός,όμορος,Επισυναπτόμενος,συνοριακός,κοντά,επικοινωνία,συνδεδεμένος

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος

touching => συγκινητικός, touchiness => ευαισθησία, touchily => ευαίσθητα, touchhole => τρυπάκι, toucher => άγγιγμα,