Greek Meaning of encircling
περικύκλωση
Other Greek words related to περικύκλωση
- Επισυναπτόμενος
- οριοθέτηση
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- Αγκαλιάζει
- περικλείω
- επισυνάπτω
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- περιφερικός
- περιβάλλον
- συνδεόμενο
- όμορος
- παρακείμενος
- γειτονικός
- κατά προσέγγιση
- γύρω
- Κοντινότερο
- Συνεχής
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- ένταξη
- περιθωριακός
- κοντά
- κοντά
- πλησιέστερος
- δίπλα
- νύχτα
- χείλος
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- ενωμένος
- διασυνδεόμενος
- περιβαλλοντικό
- συνοριακός
- κοντά
- συνορεύων
- Πλευρικός
- FLUSH
- κρόσσια
- άμεσος
- παρατεθειμένος
- γειτονικός
- χαμηλότερα πατώματος
- συγκινητικός
- συνομόρος
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- μακρινό
- πιο μακριά
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- απομακρυσμένος
- αφαιρέθηκε
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- Άσχετος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- διαιρεμένος
- μακριά
- μακριά
- Μη συνεχής
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- σπασμένος
- δυσλειτουργικός
- αποκομμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- απομακρυσμένο
- διασπασμένος
Nearest Words of encircling
Definitions and Meaning of encircling in English
encircling (s)
being all around the edges; enclosing
encircling (p. pr. & vb. n.)
of Encircle
FAQs About the word encircling
περικύκλωση
being all around the edges; enclosingof Encircle
Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικλείω,επισυνάπτω,προσχώρησε,συνδεδεμένος,περιφερικός
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος,αφαιρέθηκε
encirclet => περικυκλώνω, encirclement => περικύκλωση, encircled => περικυκλωμένος, encircle => περικυκλώνω, encipher => κρυπτογραφώ,